καλλίστευμα

καλλίστευμα
καλλίστευμα, τὸ (Α) [καλλιστεύω]
1. το προτέρημα τής ωραιότητας, το υπέροχο κάλλος
2. το βραβείο τής ωραιότητας («πόλεος ἐκπροκριθεῑσ' ἐμᾱς καλλιστεύματα Λοξίᾳ Καδμείων ἔμολον γᾱν», Ευρ.)
3. φρ. «τὰ δευτερεῑα καλλιστευμάτων» — το δεύτερο βραβείο ωραιότητας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλλιστευμάτων — καλλίστευμα offering of what is most beautiful neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιστεύματα — καλλίστευμα offering of what is most beautiful neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιστεύματι — καλλίστευμα offering of what is most beautiful neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”